ένθερμος

ένθερμος
-η, -ο (AM ἔνθερμος, -ον)
1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής
2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος
3. εμπαθής, παράφορος.
επίρρ...
ενθέρμως
θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔνθερμος — hot masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένθερμος — η, ο επίρρ. α μτφ. 1. που έχει θερμότητα μέσα του, εγκάρδιος, που γίνεται με πολλή αγάπη: Ένθερμη υποδοχή. 2. ο γεμάτος ζήλο: Η δικτατορία είχε κι ένθερμους υποστηριχτές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνθερμότερον — ἔνθερμος hot adverbial comp ἔνθερμος hot masc acc comp sg ἔνθερμος hot neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέρμως — ἔνθερμος hot adverbial ἔνθερμος hot masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνθερμον — ἔνθερμος hot masc/fem acc sg ἔνθερμος hot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθερμότερος — ἔνθερμος hot masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέρμοις — ἔνθερμος hot masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέρμου — ἔνθερμος hot masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέρμους — ἔνθερμος hot masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθέρμων — ἔνθερμος hot masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”